ΕΝΤΟΜΥΘΙΑ

Γράφει ο Δρ.Σαββίδης Τάσος

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Η ΖΩΟΤΟΚΙΑ ΣΤΑ ΕΝΤΟΜΑ


Τα έντομα είναι γενικά έχουν και τα δύο φύλα, δηλαδή υπάρχουν θηλυκά και αρσενικά άτομα. Υπάρχουν όμως και κάποια είδη που είναι ερμαφρόδιτα. Τα περισσότερα έντομα είναι ωοτόκα. Υπάρχουν, όμως, πολλά είδη που είναι ζωοτόκα ή κάποιες γενιές είναι ζωοτόκες και κάποιες ωοτόκες. Στην τελυταία περίπτωση η ζωοτοκία παρατηρείται στις παρθενογεννετικές γενιές και η ωοτοκία στις εγγενώς αναπαραγώμενες γενιές. Υπάρχουν τέσσερις ( 4 ) μορφές ζωοτοκίας στα έντομα:
1.      Ωοζωοτοκία. Παρατηρείται σε ορισμένα Θυσανόπτερα, Δικτυόπτερα ( κατσαρίδες ), Δίπτερα ( Muscidae, Tachinedae ), Κολεόπτερα και ενδεχομένως σε κάποιες ακόμη τάξεις εντόμων. Τα αυγά περιέχουν αρκετή λέκιθο για να αναπτυχθεί μέσα τους το έμβρυο. Επώαση και εκκόλαψη γίνονται μέσα στον κόλπο της μητέρας, η οποία τίκτει νεαρές προνύμφες!  Υπάρχει μία ακόμη περίπτωση στην οποία χρησιμοποιήται ο όρος Ωοζωοτοκία. Όταν τα αυγά τίκτονται με τόσο ανεπτυγμένα έμβρυα, ώστε η εκκόλαψη πραγματοποιείται αμέσως μετά την απόθεσή τους από τη μητέρα.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Tribolium castaneum. Το κόκκινο σκαθάρι των αλεύρων.


Σε μια πρόσφατη δημοσίευσή τους, επιτροπές του Ο.Η.Ε, εκτιμούν πως το Tribolium castaneum μαζί με το Tribolium confusum αποτελούν τον σημαντικότερο εχθρό αποθηκευμένων σπόρων σίτου και αλεύρου σε ολόκληρο τον πλανήτη ( ως δευτερογενή προσβολή ), γεγονός που κάνει, τα δύο αυτά έντομα, τα πιο επικίνδυνα για την ανθρώπινη, αλλά και τη ζωική παραγωγή. Όπως συνεχίζει η ανακοίνωση του Ο.Η.Ε., τα δύο αυτά είδη εντόμων θεωρούνται πλέον από τους πιο  <<δυναμικούς>>  εχθρούς της φυτικής παραγωγής.  Πρόκειται για ένα κολεόπτερο της οικογένειας των Tenebrionidae, με προέλευση από τις περιοχές της Ινδονησίας και Αυστραλίας. Αρχικά θεωρήθηκε χαμηλής προσαρμοστικότητας έντομο, δεν μπορούσε δηλαδή να επιβιώσει από τις περιβαλλοντικές συνθήκες ( κυρίως θερμοκρασία και υγρασία ) στις οποίες αρχικά εντοπίσθηκε. Μία ακόμη αρχική παραδοχή που έγινε ήταν πως επρόκειτο για ένα σχετικά <<καθιστικό>> έντομο ( που δεν του αρέσει να μετακινείτε σε μεγάλες αποστάσεις ) με μικρή ικανότητα ενεργητικής πτήσεως ( η ικανότητα του εντόμου να διανύει αποστάσεις πετώντας χωρίς τη βοήθεια του αέρα ). Δυστυχώς και οι δύο αυτές παραδοχές αποδείχθηκαν εσφαλμένες, καθώς η τάση του Tribolium castaneum να μετακινείτε σε μεγάλες αποστάσεις κάθε άλλο παρά μικρή είναι, αντίθετα, από την εφαρμοσμένη εντομολογία, αποδείχθηκε πως τόσο η μεταναστευτικές τάσεις ( επιθυμία για μετανάστευση ), όσο και οι μεταναστευτικές ροές ( ικανότητα για μετανάστευση ) του T. Castaneum είναι πολλή μεγάλες! Σ΄ αυτό βοήθησε αποτελεσματικά και η κατάρριψη της δεύτερης , αρχικής, παραδοχής σχετικά με τη μικρή ικανότητα ενεργητικής πτήσεως. Σε μια σειρά πειραμάτων που έγιναν, αποδείχθηκε πως αντίθετα με ό, τι πιστεύονταν  η ενεργητική ικανότητα πτήσεως του εντόμου είναι πολλή μεγάλη. Δύο ήταν τα δεδομένα που αρχικά οδήγησαν τους επιστήμονες σ΄ αυτή την εσφαλμένη παραδοχή. Α) η μικρή ενεργητική ικανότητα πτήσεως του είναι μικρή, αλλά αυτό αφορά την ημερήσια ικανότητά του ή και την εβδομαδιαία ακόμα και την μηνιαία. Η ενεργητική ικανότητα πτήσεως του T. castaneum είναι μεγάλη ( ή θα μπορούσαμε να πούμε θα μπορούσε να είναι μεγάλη ) στη διάρκεια της ζωής του ( του ακμαίου ). Β) Είναι από τα πιο μακρόβια έντομα αποθηκευμένων προϊόντων, μπορεί να ζήσει ακόμη και τρία ( 3 ) χρόνια ( ο καθηγητής Δρ. Μπουχέλος δίνει δύο  χρόνια ). Επιπλέον η ικανότητά του να προσβάλει και άλλα αποθηκευμένα προϊόντα, του εξασφάλισε όχι μόνο την δυνατότητα να μεταναστεύσει αλλά και να επιβιώσει στα σημεία μετανάστευσης.  Το T. castaneum προσβάλει κυρίως σιτάρι και αλεύρι, μπορεί όμως να προσβάλει, με μεγάλη ευκολία και όσπρια, πίτυρα, ελαιώδεις σπόρους, μπαχαρικά, ρίζες, φρούτα, καρπούς. Τα στοματικά του μόρια δεν του επιτρέπουν να διαρρήξει άρτιους σπόρους και γι’ αυτό τον λόγο προσβάλει σπασμένους ή προσβεβλημένους, από άλλα έντομα, σπόρους. Είναι πολύ εύκολο να ταυτίσεις το T. castaneum με το T. confusum. Είναι πολλές οι ανατομικές και μορφολογικές διαφορές τους, αν κανείς τα παρατηρήσει προσεκτικά, η σημαντικότερη όμως είναι η διαφορά στα τελευταία άρθρα των κεραιών τους. Τα τρία ( 3 ) ακροτελευταία άρθρα της κεραίας του Τ. castaneum είναι πολύ πιο πεπλατυσμένα από αυτά του T. confusum, σχηματίζοντας το κλασσικό σχήμα της ροπαλοειδούς κεραίας. Το T. castaneum έχει από 3 έως 5 γενεές το χρόνο ( πολλά πανεπιστήμια δίνουν έως 6 γενεές ). Το θηλυκό γεννά έως 800 αυγά ανά έτος ( 600 δίνει ο Δρ. Μπουχέλος ), συνήθως πάνω στα προϊόντα ή τους σπόρους. Το ηθικολογικό στοιχείο του θηλυκού που θα πρέπει να σταθούμε είναι το φαινόμενο της πολυανδρίας. Πολυανδρία είναι το φαινόμενο εκείνο κατά το οποίο το θηλυκό έρχεται  σε σύζευξη με περισσότερα από ένα αρσενικά. Η πολυανδρία εξασφαλίζει στο θηλυκό καλύτερη ποιότητα σπέρματος, επιπλέον εξασφαλίζει και μεγαλύτερη ποσότητα σπέρματος, γεγονός που είναι πολλή σημαντικό. Το ζευγάρωμα με αυξημένο αριθμό αρσενικών ακυρώνει την πιθανότητα ευρέσεως του θηλυκού με σπερμα-εξαντλημένου αρσενικού και ταυτόχρονα ομαλοποιεί το ενδεχόμενο εύρεσης μη συμβατού γενετικά σπέρματος. Το μήκος του σώματος του ακμαίου ατόμου είναι 3-4 mm. το χρώμα της προνύμφης στα πρώτα στάδια ( έχει πέντε προνυμφικά στάδια ) είναι λευκό – υπόλευκο, ενώ στα επόμενα στάδια φέρουν ισχυρότερα χιτινισμένο δερμάτιο, γεγονός που τους δίνει ένα χρώμα κίτρινο – υποκίτρινο. Τα ενήλικα διαχειμάζουν μέσα στο αλεύρι ή στους αποθηκευμένους σπόρους. Μπορούν να ζήσουν δύο ( 2 ) επιπλέον χρόνια ( άρα 2+1=3 χρόνια ) και να γεννούν έως 800 αυγά το χρόνο, όπως προαναφέραμε. Τα αυγά εκκολάπτονται σε ένα εύρος θερμοκρασιών μεταξύ 15 και 40 C, ενώ η υγρασία, στο στάδιο αυτό, δεν φαίνεται να επηρεάζει.  Η προνυμφική ανάπτυξη διαρκεί 1 – 3 μήνες ή και περισσότερο, ανάλογα με τη καταλληλότητα της τροφής, την υγρασία και τη θερμοκρασία. Μπορούν αν έχουν 3 – 5 ακόμα και 6 γενεές το χρόνο, προσοχή , σε μη θερμαινόμενους χώρους. Σε χώρους που θερμαίνονται, είναι προφανές, οι γενεές είναι περισσότερες. Φαίνεται πως θερμοκρασία μεταξύ 28 – 30 C και υγρασία 70 – 90 %, είναι το optimum για την ανάπτυξη του εντόμου, είτε στο στάδιο της προνύμφης, είτε στο στάδιο του ακμαίου.  Η καταπολέμηση του εντόμου γίνεται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά το προϊόν και το δεύτερο τους χώρους παραγωγής ( π. χ. αλευρόμυλους ). Όσον αφορά το προϊόν, η απεντόμωση πρέπει να γίνει εντός του χώρου αποθήκευσης και αφού πρώτα βεβαιωθούμε για το εύρος ανθεκτικότητας των εντόμων στο σκεύασμα που θα χρησιμοποιήσουμε. Σε αποθήκες ή σιλό αποθήκευσης η εφαρμογή φωσφίνης φαντάζει μονόδρομος. Εκτός από την ανθεκτικότητα των εντόμων, σημαντικός παράγοντας είναι και η θερμοκρασία καθώς τα επίπεδά της θα μας καθορίσουν την διάρκεια της εφαρμογής. Όσο υψηλότερη είναι η θερμοκρασία τόσο λιγότερες ημέρες απαιτούνται ενώ θερμοκρασίες κάτω από 8 C είναι απαγορευτικές. Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να προσέξουμε είναι ο καλός ψεκασμός του χώρου και ειδικά των σημείων διαφυγής των εντόμων ( οι άκρες του πλαστικού κάλυψης ) με εντομοκτόνο επαφής, έτσι ώστε όσα έντομα μπορέσουν να <<δραπετεύσουν>> από το πλαστικό, να πατήσουν  στο εντομοκτόνο και να πεθάνουν. Ο χώρος, αν είναι αποθήκη, θα πρέπει να είναι καθαρός, να μην υπάρχουν πεταμένοι σπόροι σε όλο το εμβαδόν της αποθήκης και να μην υπάρχουν μεγάλες ποσότητες σκόνης ( αδρανοποίηση του εντομοκτόνου ). Όσον αφορά τους χώρους παραγωγής, μπορεί να γίνει  νεφελωψεκασμός, ή και ψεκασμός , με εντομοκτόνα επαφής. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή ώστε να καλυφθούν όλες οι επιφάνειες με εντομοκτόνο. Σε περιπτώσεις που οι μονάδες παραγωγής είναι απομονωμένες, μπορεί να γίνει και εφαρμογή φωσφίνης. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί, στην περίπτωση αυτή, είναι να καλυφθούν οι επιφάνειες που έχουν χαλκό και γενικότερα μέταλλα, καθώς η φωσφίνη είναι εξαιρετικά διαβρωτική. Θα πρέπει επίσης να δοθεί μεγάλη προσοχή στη στεγανοποίηση των κτηρίων ώστε να αποφύγουμε διαρροή  φωσφίνης. Εκείνη όμως η μέθοδος που είναι μακράν η καλύτερη είναι η θέρμανση. Τοποθετώντας ειδικές θερμάστρες σε όλους τους χώρους απεντόμωσης και διοχετεύοντας τη θέρμανση στην κάθε επιφάνεια και γωνία και ανεβάζοντας τη θερμοκρασία στους 55C και πάνω, επέρχεται ο θάνατος των εντόμων. Όπως και στην εφαρμογή φωσφίνης είναι πολλή σημαντική η στεγανοποίηση του χώρου, ώστε να μην υπάρξουν απώλειες θερμότητας. Επιπλέον θα πρέπει, πριν από την εφαρμογή θέρμανσης, οι χώροι να αδειάσουν από προϊόντα και να καθαριστεί καλά. Σκόνη αλεύρου, θα μπορούσε να είναι καταφύγιο για τα έντομα. Τα πλεονεκτήματα της θέρμανσης είναι πολλά. Πέραν από το γεγονός πως μιλάμε για μια καθαρή ( οικολογική ) απεντόμωση, έχουμε καλύτερα αποτελέσματα ακόμα και από την εφαρμογή φωσφίνης. Επιπλέον τα έντομα δεν έχουν τη δυνατότητα  αναπτύξεως ανθεκτικότητας ( προσαρμοστικότητα ). Η προσαρμογή σε ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες ( όπως η θερμοκρασία ) είναι μια πολύ πιο μακρόχρονη διαδικασία από ό, τι στα χημικά σκευάσματα.

Δρ. Σαββίδης Τάσος
Κρηνίδες Φιλίππων, 23/10/2016.
 

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

ΕΛΟΝΟΣΙΑ, ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΕΣ


Πολύς ο λόγος που γίνεται τελευταία σχετικά με την ελονοσία, τα κρούσματα τα τελευταία χρόνια και την επικινδυνότητά της για τον πληθυσμό της χώρας. Ας παραμείνουμε ψύχραιμοι,  λοιπόν, και ας δούμε μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την ελονοσία.
                Κατ΄ αρχάς το όνομά της είναι ελληνικό και προέρχεται από το  <<έλος>> και << νόσος>>. καθώς είχε παρατηρηθεί ότι η νόσος ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη γύρω από ελώδεις περιοχές. Στον υπόλοιπο κόσμο όμως η νόσος είναι γνωστή με το όνομα Μαλάρια ( Malaria ) και προέρχεται από τις Ιταλικές λέξεις  <<mal>> και  <<aria>> που σημαίνει κακός αέρας.  Το όνομα αυτό προέκυψε από την πεποίθηση πως η νόσος προέρχεται από τον  <<κακό αέρα>>, δύσοσμο, που επικρατεί γύρω από ελώδεις περιοχές.
                Τα συμπτώματα που προκαλεί η ασθένεια αυτή είναι πυρετός, εμετούς, πονοκεφάλους και ακολουθούν, ίκτερος,  επιληπτικές κρίσεις, κώμα και ( σε πολύ ακραίες περιπτώσεις ), θάνατος. Η ασθένεια μεταδίδεται με το τσίμπημα μολυσμένων κουνουπιών, δηλαδή κουνουπιών που είναι φορείς της νόσου. Τα συμπτώματα αυτά ξεκινούν δέκα με δεκαπέντε ημέρες μετά το τσίμπημα.  Σε αυτούς που δεν έχουν θεραπευτεί κατάλληλα, η ασθένεια μπορεί να επανεμφανισθεί μήνες αργότερα. Σε αυτούς που μόλις ξεπέρασαν μια μόλυνση, η επαναμόλυνση συνήθως προκαλεί ηπιότερα συμπτώματα. Αυτή η μερική ανοσία εξαφανίζεται για μήνες έως χρόνια, αν δεν υπάρχει τρέχουσα έκθεση στην ελονοσία.
                Η ελονοσία είναι λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από παρασιτικά πρωτόζωα (ένα είδος μονοκύτταρων μικροοργανισμών) του γένους Plasmodium (Πλασμώδιο). Το τσίμπημα εισάγει τα παράσιτα από το σάλιο του κουνουπιού μέσα στο ανθρώπινο αίμα. Τα παράσιτα έπειτα μεταφέρονται  μέχρι το ήπαρ, όπου ωριμάζουν και αναπαράγονται. Πέντε είναι τα είδη του Plasmodium που μπορούν να εξαπλωθούν στους ανθρώπους:
1)      P. falciparum
2)      P. vivax
3)      P. ovale
4)      P. malaria
5)      P. knowlesi ( αυτό το τελευταίο προκαλεί μια πολύ πιο ήπια μορφή της ασθένειας. )
Τα συμπτώματα της ελονοσίας μπορεί να επανεμφανιστούν μετά από περιόδους ελεύθερες συμπτωμάτων. Ανάλογα με την αιτία, η επανεμφάνιση μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως επανεμφάνιση, υποτροπή ή επαναμόλυνση. Επανεμφάνιση είναι όταν τα συμπτώματα επιστρέφουν μετά από μια περίοδο, ελεύθερη συμπτωμάτων. Προκαλείται από παράσιτα που επιβιώνουν στο αίμα, ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς ή αναποτελεσματικής θεραπείας. Υποτροπή θεωρείται όταν τα συμπτώματα επανεμφανίζονται, αφού τα παράσιτα έχουν εξαλειφθεί από το αίμα, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ως αδρανείς υπνοζωϊτες στα ηπατικά κύτταρα. Η υποτροπή εμφανίζεται συνήθως μεταξύ 8-24 εβδομάδων και είναι κοινή με τις P. vivax και P. ovale λοιμώξεις.Οι περιπτώσεις της P. Vivax ελονοσίας σε εύκρατες περιοχές συνήθως συνεπάγονται μια «χειμερία νάρκη»  από τους υπνοζωΐτες, με την υποτροπή να ξεκινά ένα χρόνο μετά το τσίμπημα του κουνουπιού. Επαναμόλυνση είναι όταν το παράσιτο που προκάλεσε στο παρελθόν μόλυνση έχει εξαλειφθεί από το σώμα, αλλά ένα νέο παράσιτο έχει εισαχθεί. Η επαναμόλυνση δεν μπορεί εύκολα να διακριθεί από την υποτροπή, αν και επανάληψη της μόλυνσης εντός δύο εβδομάδων από την θεραπεία για την αρχική μόλυνση συνήθως αποδίδεται σε αποτυχία της θεραπείας. Οι άνθρωποι μπορεί να αναπτύξουν ένα είδος ανοσίας όταν εκτίθενται σε συχνές μολύνσεις.
Ας εξετάσουμε, σε λίγες γραμμές, την παθοφυσιολογία της ελονοσίας. Η λοίμωξη της ελονοσίας αναπτύσσεται σε δύο φάσεις: μία που περιλαμβάνει το ήπαρ (εξωερυθροκυτταρική φάση), και μια  που περιλαμβάνει τα ερυθρά αιμοσφαίρια ή ερυθροκύτταρα  (ερυθροκυτταρική φάση). Όταν ένα μολυσμένο κουνούπι διαπερνά το δέρμα για να ρουφήξει αίμα, σποροζωίδια από το σάλιο του κουνουπιού εισέρχονται  στην κυκλοφορία του αίματος και μεταναστεύουν στο ήπαρ όπου μολύνουν τα  ηπατοκύτταρα πολλαπλασιαζόμενα αγενώς και ασυμπτωματικά για διάστημα 8-30 ημερών.
Μετά από μια πιθανή λανθάνουσα περίοδο στο ήπαρ, αυτοί οι οργανισμοί διαφοροποιούνται για να δώσουν χιλιάδες μεροζωΐτες οι οποίοι, μετά τη ρήξη των κυττάρων του ξενιστή, διαφεύγουν στο αίμα και μολύνουν  τα ερυθρά αιμοσφαίρια για να ξεκινήσει το ερυθροκυτταρικό στάδιο του κύκλου ζωής. Τα παράσιτα βγαίνουν από το ήπαρ απαρατήρητα καθώς τυλίγονται με την κυτταρική μεμβράνη του μολυσμένου ξενιστή-ηπατοκυττάρου.
Εντός των ερυθρών αιμοσφαιρίων, τα παράσιτα πολλαπλασιάζονται περαιτέρο, πάλι αγενώς, προκαλώντας περιοδικά ρήξη των κυττάρων του ξενιστή για να εισβάλουν σε νέα ερυθρά αιμοσφαίρια. Μερικοί τέτοιοι κύκλοι ενίσχυσης λαμβάνουν χώρα. Έτσι, κλασσικές περιγραφές κυμάτων πυρετού, προκύπτουν με τα ταυτόχρονα κύματα εξόδου των μεροζωϊτών και την μόλυνσης των ερυθροκυττάρων.
             Μερικοί σποροζωΐτες P. Vivax δεν αναπτύσσουν αμέσως μεροζωΐτες στην εξωερυθροκυτταρική φάση, αλλά αντίθετα παράγουν υπνοζωΐτες που παραμένουν αδρανείς για περιόδους που κυμαίνονται από μερικούς μήνες (7-10 μήνες είναι το σύνηθες) έως αρκετά χρόνια. Μετά από μια περίοδο λήθαργου επαναδραστηριοποιούνται και παράγουν μεροζωΐτες. Οι υπνοζωΐτες είναι υπεύθυνοι για το μεγάλο χρόνο επώασης και τις αργές υποτροπές σε P. vivax λοιμώξεις. Παρόλα αυτά η ύπαρξή τους στα P. ovale είναι ασαφής.
             Το παράσιτο είναι σχετικά προστατευμένο από την ανοσοβιολογική απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος επειδή για το μεγαλύτερο μέρος της  ζωής του εντός του ανθρωπίνου οργανισμού βρίσκεται μέσα στα κύτταρα του ήπατος και του αίματος. Έτσι είναι σχετικά αόρατο στην ανοσολογική επιτήρηση. Ωστόσο, μολυσμένα κύτταρα που κυκλοφορούν στο αίμα καταστρέφονται στον σπλήνα. Για να αποφύγει την καταστροφή του, το Ρ. Falciparum παράσιτο παρουσιάζει πρωτεΐνες  προσκόλλησης στην επιφάνεια των μολυσμένων κυττάρων του αίματος, προκαλώντας την συγκόλληση του στα τοιχώματα των μικρών αιμοφόρων αγγείων, με αποτέλεσμα να αποτρέπεται το πέρασμα του παρασίτου στη γενική κυκλοφορία του αίματος και στον σπλήνα. Στην ελονοσία του πλακούντα παρουσιάζεται απόφραξη των μικρών αγγείων, ενώ τα συσσωρευμένα ερυθρά αιμοσφαίρια διαπερνούν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και προκαλούν εγκεφαλική ελονοσία.
                Σύμφωνα με μια ανασκόπηση του 2005, η  ελονοσία, κυρίως από το P. Falciparum, λόγω των υψηλών επιπέδων θνητότητας και θνησιμότητας, έχει  ασκήσει τη μεγαλύτερη επιλεκτική πίεση στο ανθρώπινο γονιδίωμα  στην πρόσφατη ιστορία. Μερικοί γενετικοί παράγοντες παρέχουν μερική ανθεκτικότητα στην προσβολή του παρασίτου, συμπεριλαμβανομένων της ετερόζυγης δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, της ετερόζυγης θαλασσαιμίας, της ανεπάρκειας της δεϋδρογονάσης της 6-φωσφορικής της γλυκόζης (G6PD), και της απουσία των Duffy αντιγόνων επί των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Η επίδραση της ετερόζυγης δρεπανοκυτταρικής αναιμίας στην ανοσία έναντι της ελονοσίας αποτελεί παράδειγμα εξελικτικού φαινομένου που συμβαίνει λόγω της ενδημικής ελονοσίας. Η ετερόζυγος δρεπανοκυτταρική αναιμία τροποποιεί το μόριο της αιμοσφαιρίνης στο αίμα. Το τροποποιημένο μόριο της αιμορφαιρίνης (αιμοσφαιρίνη S) προκαλεί την αλλαγή του σχήματος του ερυθρού αιμοσφαιρίου σε δρεπανοειδές, αντί του φυσιολογικού αμφίκοιλου. Λόγω του δρεπανοειδούς του σχήματος, το ερυθρό αιμοσφαίριο δεν είναι τόσο αποτελεσματικό στη λήψη του οξυγόνου ή στην απελευθέρωση του στους ιστούς. Η λοίμωξη επιτείνει τη δρεπανοκυττάρωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα την ταχύτερη απομάκρυνση τους. Έτσι μειώνεται η πιθανότητα ολοκλήρωσης του κύκλου ζωής των παρασίτων της ελονοσίας στο κύτταρο. Τα άτομα που είναι ομόζυγα (με δύο αντίγραφα του μη φυσιολογικού β αλληλομόρφου της αιμοσφαιρίνης S) έχουν δρεπανοκυτταρική αναιμία, ενώ οι ετεροζυγώτες (με ένα παθολογικό και ένα φυσιολογικό αλληλόμορφο) παρουσιάζουν ανθεκτικότητα στην ελονοσία. Παρόλο που η μείωση του προσδόκιμου ζωής στα ομόζυγα άτομα πιθανόν να ανέστελλε την επιβίωση του χαρακτηριστικού, το εξελικτικό πλεονέκτημα της αντίστασης στην ελονοσία στα ετερόζυγα άτομα εξασφαλίζει τη διατήρησή του.
            Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την πρόληψη της ελονοσίας, περιλαμβάνουν φάρμακα, εξάλειψη των κουνουπιών και πρόληψη των τσιμπημάτων. Δεν υπάρχει εμβόλιο για την ελονοσία. Η παρουσία της ασθένειας σε μια περιοχή απαιτεί συνδυασμό μεγάλης πυκνότητας ανθρώπινου πληθυσμού, μεγάλης πυκνότητας του κουνουπιού Anopheles και υψηλά ποσοστά μετάδοσης από τους ανθρώπους στα κουνούπια αλλά και από τα κουνούπια στους ανθρώπους. Εάν κάποιο από αυτά μειωθεί επαρκώς, το παράσιτο τελικά θα εξαφανιστεί από την περιοχή, όπως συνέβη στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και τμήματα της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, αν το παράσιτο δεν εξαλειφθεί από όλο τον κόσμο, θα μπορούσε να επανεγκατασταθεί, αν οι συνθήκες επανέλθουν σε έναν συνδυασμό που ευνοεί την αναπαραγωγή των παρασίτων. Επιπρόσθετα, το κατά  κεφαλήν κόστος της εξάλειψης του κουνουπιού Anopheles αυξάνεται με τη μείωση της πυκνότητας του πληθυσμού, γεγονός που το καθιστά οικονομικά ανέφικτο σε μερικές περιοχές.
Η πρόληψη της ελονοσίας μπορεί να είναι περισσότερο αποδοτική από τη θεραπεία της ασθένειας μακροπρόθεσμα, αλλά το απαιτούμενο αρχικό κόστος είναι εκτός των οικονομικών δυνατοτήτων των φτωχότερων ανθρώπων του κόσμου. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά στο κόστος του ελέγχου (δηλαδή διατήρησης χαμηλής ενδημικότητας) και των προγραμμάτων εξάλειψης μεταξύ των χωρών.
            Ο έλεγχος των φορέων αναφέρεται σε μεθόδους που χρησιμοποιούνται για να μειωθεί η ελονοσία  ελαττώνοντας τα επίπεδα μετάδοσης από τα κουνούπια. Για προσωπική προστασία, το πιο αποτελεσματικό εντομοαπωθητικό  βασίζεται στο DEEΤ ή στην πικαριδίνη. Επεξεργασμένες με εντομοκτόνο κουνουπιέρες  και υπολειμματικό εσωτερικό ψεκασμό φαίνονται να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην πρόληψη της ελονοσίας μεταξύ των παιδιών σε περιοχές όπου η ελονοσία μαστίζει. Έγκαιρη θεραπεία των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων με συνδυασμό θεραπειών βασισμένες στην αρτεμισινίνη μπορούν επίσης να μειώσουν την μετάδοση.
               Οι κουνουπιέρες βοηθούν στην αποστασιοποίηση των κουνουπιών από τους ανθρώπους και στη μείωση των ποσοστών μόλυνσης και μετάδοσης της ελονοσίας. Δεν αποτελούν όμως τέλειο φραγμό και συχνά προστίθεται σε αυτές εντομοκτόνο, το οποίο σκοτώνει το κουνούπι πριν προλάβει να διαπεράσει ​​το δίχτυ. Οι επεξεργασμένες με εντομοκτόνο κουνουπιέρες ή ITNs (insecticide treated nets) εκτιμάται ότι είναι δύο φορές πιο αποτελεσματικές από τις μη επεξεργασμένες και προσφέρουν μεγαλύτερη από 70% προστασία σε σύγκριση με την απουσία κουνουπιέρας.  Μεταξύ του 2000 και του 2008, η χρήση των ITNs έσωσε τις ζωές περίπου 250.000 βρεφών στην Yποσαχάρια Αφρική. Περίπου το 13% των νοικοκυριών στις χώρες της Yποσαχάριας Αφρικής διαθέτουν τις ITNs. Το 2000, 1,7 εκατομμύρια (1,8%) των παιδιών της Αφρικής που ζουν σε περιοχές του κόσμου με συχνή εμφάνιση της ελονοσίας προστατεύονται από μια ειδική κουνουπιέρα ITN. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα 20,3 εκατομμύρια (18,5%) Αφρικανικά παιδιά που χρησιμοποιούσαν τις κουνουπιέρες το 2007, αφήνοντας 89,6 εκατομμύρια παιδιά απροστάτευτα. Ένα αυξανόμενο ποσοστό των αφρικανικών νοικοκυριών (31%) εκτιμάται να έχουν στην ιδιοκτησία τους τουλάχιστον μια ITN το 2008. Οι περισσότερες κουνουπιέρες εμποτίζονται με πυρεθροειδή, μία τάξη εντομοκτόνων με χαμηλή τοξικότητα, και είναι πιο αποτελεσματικές όταν χρησιμοποιούνται από το σούρουπο έως την αυγή. Συνιστάται να κρεμιέται μια μεγάλη "κουνουπιέρα κρεβατοκάμαρας" πάνω από το κέντρο του κρεβατιού, με αρκετά μεγάλο μέγεθος ώστε να ακουμπά το έδαφος ή να μπορούν να τοποθετηθούν οι άκρες της κάτω από το στρώμα.
            Ο εσωτερικός υπολειμματικός ψεκασμός ή IRS (indoor residual spraying) είναι ο ψεκασμός εντομοκτόνων στους τοίχους μέσα σε ένα σπίτι. Μετά τη λήψη αίματος από τον άνθρωπο, πολλά κουνούπια στηρίζονται σε μια κοντινή επιφάνεια καθ' όλη τη διάρκεια της πέψης. Έτσι, αν οι τοίχοι των σπιτιών έχουν επικαλυφθεί με εντομοκτόνα, τα κουνούπια που αναπαύονται μπορούν να θανατωθούν, πριν μπορέσουν να τσιμπήσουν άλλα άτομα και να μεταφέρουν το παράσιτο της ελονοσίας. Από το 2006, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείαςμσυστήνει τη χρήση 12 ειδών εντομοκτόνων στους ψεκασμούς IRS, των πυρεθροειδών, συφλουθρίνη και δελταμεθρίνη.Ένα πρόβλημα με όλες τις μορφές του IRS είναι η ανθεκτικότητα στα εντομοκτόνα που αποκτούν τα κουνούπια. Καθώς τα κουνούπια που επηρεάζονται και υφίσταντο ερεθισμό από τον IRS ζουν σε εσωτερικούς χώρους, οι απόγονοί τους τείνουν να ζουν στην ύπαιθρο, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται λιγότερο από τον IRS.
         Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για τη μείωση των τσιμπημάτων από τα κουνούπια και την επιβράδυνση της εξάπλωσης της ελονοσίας. Οι προσπάθειες για τη μείωση των προνυμφών μέσω της μείωσης της διαθεσιμότητας των στάσιμων νερών στα οποία αναπτύσσονται ή μέσω της προσθήκης ουσιών που δυσκολεύουν την ανάπτυξή τους είναι αποτελεσματική σε ορισμένες περιοχές.  Ηλεκτρονικές απωθητικές συσκευές κουνουπιών που παράγουν ήχους πολύ υψηλής συχνότητας και κρατούν τα θηλυκά κουνούπια μακριά, δεν έχουν αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα.
            Οι στρατηγικές κοινοτικής συμμετοχής και εκπαίδευσης για την υγεία οι οποίες προωθούν την ευαισθητοποίηση για την ελονοσία και η σπουδαιότητα των μέτρων ελέγχου χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς για να μειώσουν την επίπτωση της ελονοσίας σε ορισμένες περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου. Η αναγνώριση της νόσου στα πρώιμα στάδια μπορεί να την αποτρέψει από το να γίνει θανατηφόρα. Η εκπαίδευση μπορεί επίσης να ενημερώσει τους ανθρώπους να καλύψουν περιοχές με στάσιμο νερό, όπως δεξαμενές νερού, που είναι ιδανικές περιοχές αναπαραγωγής για το παράσιτο και τα κουνούπια, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο της μετάδοσης μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό εφαρμόζεται γενικά σε αστικές περιοχές, όπου υπάρχουν μεγάλα κέντρα πληθυσμού σε περιορισμένο χώρο και η μετάδοση είναι πιο πιθανό να συμβεί εκεί. Η διαλείπουσα προληπτική θεραπεία είναι μια άλλη παρέμβαση που έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για τον έλεγχο της ελονοσίας στις εγκύους και τα βρέφη, καθώς και σε παιδιά προσχολικής ηλικίας, όπου η μετάδοση είναι εποχιακή.
            Υπάρχουν διάφορα φάρμακα που μπορούν να ληφθούν για την πρόληψη της ασθένειας κατά τη διάρκεια ταξιδιού σε ενδημικές περιοχές. Τα περισσότερα από αυτά μερικές φορές χρησιμοποιούνται και στη θεραπεία. Η χλωροκίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν το παράσιτο είναι ακόμη ευαίσθητο. Επειδή τα περισσότερα πλασμώδια είναι ανθεκτικά σε ένα ή περισσότερα φάρμακα, ένα από τα τρία φάρμακα −μεφλοκίνη (Lariam), δοξυκυκλίνη ή ο συνδυασμός ατοβακουίνης και υδροχλωρικής προγουανίλης (Malarone)− είναι συχνά απαραίτητο. Η δοξυκυκλίνη και ο συνδυασμός ατοβακουίνης και προγουανίλης είναι τα περισσότερο ανεκτά. Η μεφλοκίνη συνδέεται με τον θάνατο, την αυτοκτονία, καθώς και νευρολογικά και ψυχιατρικά συμπτώματα.
              Η προστατευτική δράση δεν ξεκινά αμέσως, και οι άνθρωποι που επισκέπτονται περιοχές όπου υπάρχει ελονοσία συνήθως αρχίζουν να παίρνουν τα φάρμακα μία με δύο εβδομάδες πριν από την άφιξή τους και συνεχίζουν τη λήψη τους για τέσσερις εβδομάδες μετά την αναχώρηση (εκτός από το συνδυασμό ατοβακουίνης-προγουανίλης που πρέπει να ξεκινήσει δύο ημέρες πριν και να συνεχιστεί για επτά ημέρες μετά). Η χρήση προληπτικών φαρμάκων συχνά δεν είναι πρακτική για αυτούς που ζουν σε περιοχές όπου υπάρχει ελονοσία, έτσι χρησιμοποιούνται συνήθως μόνο σε βραχυπρόθεσμους επισκέπτες και ταξιδιώτες. Αυτό οφείλεται στο κόστος των φαρμάκων, στις παρενέργειες από τη μακροχρόνια χρήση τους και στη δυσκολία στην απόκτηση ανθελονοσιακών φαρμάκων σε χώρες εκτός των πλούσιων εθνών. Η χρήση προληπτικών φαρμάκων σε μέρη που υπάρχουν κουνούπια που φέρουν την ελονοσία μπορεί να ενθαρρύνει την ανάπτυξη μερικής αντοχής. Μια εξαίρεση σε αυτό είναι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπου η λήψη φαρμακευτικής αγωγής για την πρόληψη της ελονοσίας έχει βρεθεί ότι βελτιώνει το βάρος του μωρού κατά τη γέννηση και μειώνει τον κίνδυνο αναιμίας στη μητέρα.
            Η ελονοσία θεραπεύεται με ανθελονοσιακά φάρμακα· το ένα που χρησιμοποιείται βασίζεται στον τύπο και τη δριμύτητα της νόσου. Ενώ τα αντιπυρετικά φάρμακα είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα, τα αποτελέσματα τους δεν είναι σαφή.
            Η απλή ελονοσία μπορεί να θεραπευτεί με από του στόματος φαρμακευτική αγωγή. Η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τη μόλυνση από το P. Falciparum είναι η χρήση της αρτεμισινίνης  σε συνδυασμό με άλλα ανθελονοσιακά (γνωστή ως θεραπεία συνδυασμού αρτεμισινίνης, ή ACT ), η οποία μειώνει την αντίσταση σε κάθε μεμονωμένο συστατικό του φαρμάκου.Τα επιπρόσθετα αυτά ανθελονοσιακά περιλαμβάνουν την αμοδιακίνη, τη λουμεφαντρίνη, μεφλοκίνη ή σουλφαδοξίνη/πυριμεθαμίνη. Άλλος προτεινόμενος συνδυασμός είναι η διυδροαρτεμισινίνη και η πιπερακίνη. Το ACT είναι περίπου 90% αποτελεσματικό, όταν χρησιμοποιείται για να θεραπεύσει την απλή ελονοσία. Για τη θεραπεία της ελονοσίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο ΠΟΥ προτείνει τη χρήση κινίνης συν κλυνδαμυκίνης νωρίς στην εγκυμοσύνη (πρώτο τρίμηνο) και το ACT  στα τελευταία στάδια (δεύτερο και τρίτο τρίμηνο). Στη δεκαετία του 2000, η ελονοσία με μερική αντοχή στην αρτεμισινίνη εμφανίστηκε στη Νοτιοανατολική Ασία.
           Μόλυνση με P. Vivax, P. Ovale ή P. Malarie συνήθως θεραπεύεται χωρίς την ανάγκη νοσηλείας σε νοσοκομείο. Η θεραπεία για το P. Vivax απαιτεί τόσο θεραπεία των σταδίων του αίματος (με χλωροκίνη ή ACT) όσο και κάθαρση των ηπατικών μορφών με πριμακουίνη.
            Προτεινόμενη θεραπεία για σοβαρή ελονοσία είναι η ενδοφλέβια χρήση των ανθελονοσιακών φαρμάκων. Για σοβαρή ελονοσία, το αρτεσουνικό είναι πιο ισχυρό από την κινίνη και στα παιδιά και στους ενήλικες.  Η θεραπεία για σοβαρή ελονοσία περιλαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα τα οποία εφαρμόζονται καλύτερα στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Αυτό περιλαμβάνει τη διαχείριση υψηλών πυρετών και τις κρίσεις που μπορεί να προκύψουν από αυτό. Επίσης περιλαμβάνει την παρακολούθηση της προσπάθειας ρηχής αναπνοής, χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα καθώς και χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα.
            Όταν χορηγείται η κατάλληλη θεραπεία, συνήθως υπάρχει πλήρης ανάκαμψη στους πάσχοντες από ελονοσία. Ωστόσο, η βαριάς μορφής ελονοσία μπορεί να προχωρήσει πολύ γρήγορα και να προκαλέσει θάνατο μέσα σε λίγες ώρες ή ημέρες. Στις πιο βαριές περιπτώσεις της νόσου, τα ποσοστά θνησιμότητας μπορεί να φτάσουν το 20%, ακόμη και με εντατική φροντίδα. Έχουν παρατηρηθεί μακροπρόθεσμα αναπτυξιακές διαταραχές σε παιδιά που έχουν υποστεί επεισόδια βαριάς ελονοσίας. Χρόνια λοίμωξη χωρίς σοβαρή νόσο μπορεί να εμφανιστεί σε ένα σύνδρομο ανοσολογικής ανεπάρκειας σχετιζόμενο με τη μειωμένη απόκριση στο βακτήριο Salmonella  και στον ιό Epstein–Barr.
            Κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, η ελονοσία προκαλεί αναιμία κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ταχείας ανάπτυξης του εγκεφάλου, καθώς και άμεση εγκεφαλική βλάβη στις περιπτώσεις της εγκεφαλοπάθειας από ελονοσία.  Μερικοί επιζώντες από εγκεφαλική ελονοσία έχουν αυξημένο κίνδυνο νευρολογικών και γνωστικών ελλειμμάτων, διαταραχών συμπεριφοράς και επιληψίας. Η προφύλαξη από ελονοσία φάνηκε να βελτιώνει τη γνωστική λειτουργία και τη σχολική επίδοση σε κλινικές δοκιμές σε σύγκριση με τη χορήγηση εικονικού φαρμάκου (placebo).
            Η ελονοσία είναι ενδημική στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες της Γης, π.χ. στη Κεντρική και Νότια Αμερική, Ωκεανία, Νοτιοανατολική Ασία και Μέση Ανατολή. Η δε υπο-Σαχάριος Αφρική κυριολεκτικά μαστίζεται από τη νόσο. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι το 50% περίπου του πληθυσμού της Γης απειλείται από τη νόσο, που αποτελεί αιτία θανάτου για περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους τον χρόνο. Τα μικρά παιδιά είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα στη νόσο. Οι δε έγκυες γυναίκες είναι εξαιρετικά ευάλωτες στην ελονοσία που προκαλείται από το P. Falciparum, γεγονός που οδηγεί σε μεγαλύτερα ποσοστά θνητότητας για τις γυναίκες καθαυτές και σε αύξηση των θνησιγενών και λιποβαρών παιδιών που γεννιούνται από αυτές.
              Ο ΠΟY εκτιμά ότι το 2010 υπήρχαν 219 εκατομμύρια κρούσματα ελονοσίας που οδήγησαν σε 660.000 θανάτους.  Άλλοι έχουν υπολογίσει 350 με 550 εκατομμύρια κρούσματα ελονοσίας από P. Falciparum και 1,24 εκατομμύριο θανάτους το 2010, αριθμό που ξεπερνά τους 1 εκατομμύριο θανάτους του 1990. Η πλειονότητα των περιπτώσεων (65%) αφορούν παιδιά κάτω των 15 ετών. Περίπου 125 εκατομμύρια έγκυες γυναίκες διατρέχουν τον κίνδυνο της λοίμωξης κάθε χρόνο, ενώ στην Υποσαχάρια Αφρική, η ελονοσία στις μητέρες συνδέεται με έως και 200.000 θανάτους βρεφών ετησίως.  Καταγράφονται  περίπου 10.000 κρούσματα ελονοσίας ετησίως στη Δυτική Ευρώπη, και 1300-1500 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Περίπου 900 άτομα υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους από τη νόσο στην Ευρώπη μεταξύ του 1993 και του 2003.Τόσο η παγκόσμια συχνότητα εμφάνισης της νόσου όσο και η θνησιμότητα των πασχόντων έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, οι θάνατοι που οφείλονται στην ελονοσία το 2010 μειώθηκαν κατά το ένα τρίτο σε σχέση με μια εκτίμηση 985.000 θανάτων που έγινε το 2000, κυρίως λόγω της ευρείας χρήσης των επεξεργασμένων με εντομοκτόνο κουνουπιέρων (ITNs) και των συνδυαστικών θεραπειών με βάση την αρτεμισίνη.
                 Η ελονοσία είναι σήμερα ενδημική σε μια ευρεία ζώνη γύρω από τον ισημερινό, σε περιοχές της Αμερικής, σε πολλά μέρη της Ασίας, καθώς και σε μεγάλο μέρος της Αφρικής· στην Υποσαχάρια Αφρική, εντοπίζεται το 85-90% των θανάτων από ελονοσία.  Ένας υπολογισμός για το 2009 ανέφερε ότι οι χώρες με το υψηλότερο ποσοστό θανάτων ανά 100.000 πληθυσμού ήταν η Ακτή του Ελεφαντοστού  (86.15), η Ανγκόλα  (56.93) και η Μπουρκίνα Φάσο (50.66).  Μια εκτίμηση του 2010 έδειξε ότι οι χώρες με τη μεγαλύτερη θνητότητα ανά πληθυσμό ήταν η Μπουρκίνα Φάσο, η Μοζαμβίκη και το Μάλι.Το Πρόγραμμα Ελονοσίας Atlas (Malaria Atlas Project) έχει ως στόχο να χαρτογραφήσει τα παγκόσμια ενδημικά επίπεδα της ελονοσίας, παρέχοντας ένα μέσο με το οποίο θα καθοριστούν τα παγκόσμια χωρικά όρια της νόσου και θα αξιολογηθεί η επιβάρυνσή της. Η προσπάθεια αυτή οδήγησε στη δημοσίευση ενός χάρτη της ενδημικότητας του P. Falciparum το 2010.  Από το 2010, περίπου 100 χώρες έχουν ενδημική ελονοσία. Κάθε χρόνο, 125 εκατομμύρια διεθνείς ταξιδιώτες επισκέπτονται αυτές τις χώρες, και περισσότερα από 30.000 προσβάλλονται από την ασθένεια
             Η γεωγραφική κατανομή της ελονοσίας μέσα σε μεγάλες περιοχές είναι πολύπλοκη και οι περιοχές που πλήττονται από την ελονοσία με τις μη-ελονοσιακές περιοχές βρίσκονται συχνά κοντά μεταξύ τους. Η ελονοσία είναι διαδεδομένη σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές λόγω των βροχοπτώσεων, των σταθερών υψηλών θερμοκρασιών και της υψηλής υγρασίας, σε συνδυασμό με λιμνάζοντα νερά, στα οποία οι προνύμφες κουνουπιών εύκολα ωριμάζουν, αφού αυτό είναι το περιβάλλον που χρειάζονται για τη συνεχή αναπαραγωγή τους. Σε ξηρές περιοχές, κρούσματα ελονοσίας έχουν προβλεφθεί με εύλογη ακρίβεια χάρη στη χαρτογράφηση των βροχοπτώσεων. Η ελονοσία είναι πιο συχνή στις αγροτικές περιοχές από ότι στις πόλεις. Για παράδειγμα, σε αρκετές πόλεις της ευρύτερης υποπεριφέρειας του Μεκόνγκ της Νοτιοανατολικής Ασίας η ελονοσία ουσιαστικά απουσιάζει, αλλά η ασθένεια είναι διαδεδομένη σε πολλές αγροτικές περιοχές, μεταξύ άλλων κατά μήκος των διεθνών συνόρων και των δασικών παρυφών. Αντιθέτως, η ελονοσία στην Αφρική είναι παρούσα και στις αγροτικές και στις αστικές περιοχές, αν και ο κίνδυνος είναι χαμηλότερος στις μεγαλύτερες πόλεις.
            Η Ελονοσία στην Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον σοβαρό κίνδυνο για τον πληθυσμό της χώρας. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει τον ακριβή αριθμό κρουσμάτων τόσο από εγχώρια μετάδοσή, όσο και από εισαγόμενη.

Πίνακας 1: Κρούσματα ελονοσίας ανά επιδημιολογική κατάταξη κρούσματος (εισαγόμενο, με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης) και έτος νόσησης (για τα εισαγόμενα) ή εκτιμώμενης προσβολής (για τα εγχώρια), Ελλάδα, 2009 – 2014.
Έτος νόσησης / προσβολής  
Κατάταξη κρούσματος
Σύνολο
Εισαγόμενα κρούσματα
Κρούσματα με ενδείξεις εγχώριας μετάδοσης2
2009
44
7
51
2010
40
4
44
2011
54
42
96
2012
73
20
93
2013
22
3
25
2014
38
0
38
            Συμπερασματικά  θα μπορούσαμε να πούμε πως η ελονοσία είναι μια νόσος που απειλεί πολύ μεγάλους πληθυσμούς ανθρώπων στον πλανήτη. Δεν είναι όμως κίνδυνος ο ίδιος δε κάθε μεριά του. Στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη, η ελονοσία δεν αποτελεί κίνδυνο. Ακόμα και φέτος η παρατεταμένη παραφιλολογία και κινδυνολογία είναι αναίτιες. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος εξάπλωσης στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη. Εκείνο που θα πρέπει να προσέξουμε είναι ο κίνδυνος να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να γίνει η ελονοσία πραγματικός κίνδυνος.  Δεν πρέπει να παίρνουμε τα προληπτικά μέτρα σαν κάτι περιττό, εφόσον δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος, αντίθετα θα πρέπει με πολλή προσοχή οι κρατικοί φορείς και οι ιδιωτικές εταιρίες απεντόμωσης να ασχολούνται με τη δουλειά τους. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει το κράτος, αλλά και οι δήμοι, ακόμα και οι ιδιώτες να εμπιστεύονται μόνο επιστήμονες στην καταπολέμηση των κουνουπιών, από το σχεδιασμό μέχρι και τις εφαρμογές.